- ευπαράγωγος
- εὐπαράγωγος, -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος3. εύκαμπτος, ευλύγιστος4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός5. (κατ' επέκτ.) δελεαστικός, ελκυστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που μετακινείται εύκολα» < ευ + παρ-άγωγοςμε τη σημασία «αυτός που παρασύρεται εύκολα» < ευ + παρ-αγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.